αϊδεασμός

αϊδεασμός
και αϊδεϊσμός, ο
έλλειψη, απουσία ιδεών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά τού ελληνογενούς γαλλικού όρου aideisme < α- στερητ. + ιδέα
ο όρος έχει αποδοθεί επίσης και ως ανιδεασμός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”